- δουλαγωγός
- δουλαγωγός, ο (Α)αυτός που καθιστά δούλο κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουλαγωγόν — δουλαγωγός enslaving masc/fem acc sg δουλαγωγός enslaving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek
δουλαγωγῶ — δουλαγωγέω make a slave pres subj act 1st sg (attic epic doric) δουλαγωγέω make a slave pres ind act 1st sg (attic epic doric) δουλαγωγός enslaving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλαγωγῶν — δουλαγωγέω make a slave pres part act masc nom sg (attic epic doric) δουλαγωγός enslaving masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)